προσκατέχω

προσκατέχω
Α
1. κρατώ προς τα κάτω επί πλέον
2. κρατώ κάτι σταθερά πάνω σε κάτι άλλο («προσκατέχειν τὴν κεφαλήν τίνος», Ιπποκρ.)
3. επαυξάνω τη δύναμη τής συνοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κατέχω «κρατώ ισχυρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”